δονηθεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
δονηθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δονούμαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δονούμαι
- θα δονηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δονούμαι