Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δονακών < αρχαία ελληνική δόναξ (καλάμι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δονακών αρσενικό

  1. καλαμιά, καλαμιώνας, δάσος από καλαμιές
εκεί …. στην κορφή λιγνού καλαμιού, απ΄αυτά που φυτρώνουν στου Ηριδανού την ολιγόνερη κοίτη, φτενός δονακώνας, κατάχλωρος ακόμα στο έμπα Απριλίου μηνός [1]
Ο θηραϊκóς δονακώνας έχει πιο ελεύθερες μορφές απó τις μινωικές. απεικονίσεις που παρουσιάζουν ένα «παραδείσιο» τóπο [2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Δονακών αρσενικό

  1. Θέση στη Βοιωτία, στην περιοχή των Θεσπιών, με πολλές καλαμιές, όπου βρισκόταν σύμφωνα με το μύθο η πηγή στην οποία πέθανε από έρωτα ο Νάρκισσος
ὰ μὲν δὴ ἐς Ἡσίοδον καὶ αὐτὸν καὶ ἐς τὰ ἔπη διάφορα ἐπὶ τοσοῦτο εἴρηται· 9.31.7 ἐπὶ δὲ ἄκρᾳ τῇ κορυφῇ τοῦ Ἑλικῶνος ποταμὸς οὐ μέγας ἐστὶν ὁ Λάμος. Θεσπιέων δὲ ἐν τῇ γῇ ἡ Δονακών ἐστιν ὀνομαζόμενος· ἐνταῦθά ἐστι Ναρκίσσου πηγή, καὶ τὸν Νάρκισσον ἰδεῖν ἐς τοῦτο τὸ ὕδωρ φασίν, οὐ συνέντα δὲ ὅτι ἑώρα σκιὰν τὴν ἑαυτοῦ λαθεῖν τε αὐτὸν ἐρασθέντα αὑτοῦ καὶ ὑπὸ τοῦ ἔρωτος ἐπὶ τῇ πηγῇ οἱ συμβῆναι τὴν τελευτήν Paus.9.31.7 [3]


  Μεταφράσεις επεξεργασία