Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

δονήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δονώ
  2. θα δονήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δονώ