Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δονήσουμε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
δονήσουμε
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
α' πληθυντικό
υποτακτικής
αορίστου του ρήματος
δονώ
θα δονήσουμε
:
α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
δονώ