δολοφονήσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
δολοφονήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δολοφονώ
- θα δολοφονήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δολοφονώ