Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

δογματίζεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δογματίζω



  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

δογματίζεις