δογματίζεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
δογματίζεις
- ((ελληνιστική κοινή)) β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δογματίζω