→ δείτε τη λέξη διόρισις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διόρασις < διοράω / διορῶ, διορα- + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διόρασις θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία