διχοτομήσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιχοτομήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διχοτομώ
- θα διχοτομήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διχοτομώ
διχοτομήσετε