διστάζεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διστάζεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διστάζω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διστάζεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διστάζω