διπλασιάσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διπλασιάσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διπλασιάζω
- θα διπλασιάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διπλασιάζω