διπλασίως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διπλασίως < διπλάσι(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαδιπλασίως
Πηγές
επεξεργασία- διπλασίως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.