διευθύνεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιευθύνεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διευθύνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιευθύνεις
- ((ελληνιστική κοινή)) β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διευθύνω