διευθυνθείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διευθυνθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διευθύνομαι
- θα διευθυνθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διευθύνομαι
διευθυνθείς