Ετυμολογία

επεξεργασία
διαόλια < διάολος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαόλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (χρησιμοποιείται στον πληθυντικό) - έχω τα διαόλια μου - είμαι εκνευρισμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία