Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διαφύγω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφεύγω
  2. θα διαφύγω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφεύγω