διαφύγει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαφύγει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαφεύγω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφεύγω
- θα διαφύγει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφεύγω