διαφθείρεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαφθείρεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διαφθείρω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαφθείρεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διαφθείρω