διαφημίσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαφημίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαφημίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφημίζω
- θα διαφημίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφημίζω