Ετυμολογία

επεξεργασία
διαστρέβλωσις (μαρτυρείται από το 1889) [1] → και δείτε διαστρέβλωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαστρέβλωσις θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 284, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου