διασκεφθεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιασκεφθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διασκέπτομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διασκέπτομαι
- θα διασκεφθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διασκέπτομαι