Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διανυκτερεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διανυκτερεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διανυκτερεύω
  3. θα διανυκτερεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διανυκτερεύω