διανοίξετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διανοίξετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διανοίγω
- θα διανοίξετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διανοίγω
διανοίξετε