διακύβευσις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διακύβευσις (μαρτυρείται από το 1852) [1] < διακυβεύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
διακύβευσις θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η διακύβευση, η διακινδύνευση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 279, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου