διακτινίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιακτινίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος διακτινίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διακτινίζομαι | διακτινιζόμουν(α) | θα διακτινίζομαι | να διακτινίζομαι | ||
β' ενικ. | διακτινίζεσαι | διακτινιζόσουν(α) | θα διακτινίζεσαι | να διακτινίζεσαι | (διακτινίζου) | |
γ' ενικ. | διακτινίζεται | διακτινιζόταν(ε) | θα διακτινίζεται | να διακτινίζεται | ||
α' πληθ. | διακτινιζόμαστε | διακτινιζόμαστε διακτινιζόμασταν |
θα διακτινιζόμαστε | να διακτινιζόμαστε | ||
β' πληθ. | διακτινίζεστε | διακτινιζόσαστε διακτινιζόσασταν |
θα διακτινίζεστε | να διακτινίζεστε | (διακτινίζεστε) | |
γ' πληθ. | διακτινίζονται | διακτινίζονταν διακτινιζόντουσαν |
θα διακτινίζονται | να διακτινίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διακτινίστηκα | θα διακτινιστώ | να διακτινιστώ | διακτινιστεί | ||
β' ενικ. | διακτινίστηκες | θα διακτινιστείς | να διακτινιστείς | διακτινίσου | ||
γ' ενικ. | διακτινίστηκε | θα διακτινιστεί | να διακτινιστεί | |||
α' πληθ. | διακτινιστήκαμε | θα διακτινιστούμε | να διακτινιστούμε | |||
β' πληθ. | διακτινιστήκατε | θα διακτινιστείτε | να διακτινιστείτε | διακτινιστείτε | ||
γ' πληθ. | διακτινίστηκαν διακτινιστήκαν(ε) |
θα διακτινιστούν(ε) | να διακτινιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διακτινιστεί | είχα διακτινιστεί | θα έχω διακτινιστεί | να έχω διακτινιστεί | διακτινισμένος | |
β' ενικ. | έχεις διακτινιστεί | είχες διακτινιστεί | θα έχεις διακτινιστεί | να έχεις διακτινιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διακτινιστεί | είχε διακτινιστεί | θα έχει διακτινιστεί | να έχει διακτινιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διακτινιστεί | είχαμε διακτινιστεί | θα έχουμε διακτινιστεί | να έχουμε διακτινιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διακτινιστεί | είχατε διακτινιστεί | θα έχετε διακτινιστεί | να έχετε διακτινιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διακτινιστεί | είχαν διακτινιστεί | θα έχουν διακτινιστεί | να έχουν διακτινιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακτινίζομαι
|