Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διακλαδωθούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διακλαδώνομαι
  2. θα διακλαδωθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διακλαδώνομαι