διαθερμάνουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαθερμάνουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαθερμαίνω
- θα διαθερμάνουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαθερμαίνω