δημοσιευτείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδημοσιευτείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δημοσιεύομαι
- θα δημοσιευτείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δημοσιεύομαι
δημοσιευτείς