δημοπρατηθούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδημοπρατηθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δημοπρατούμαι
- θα δημοπρατηθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δημοπρατούμαι