Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημοπράτησις < δημοπρατῶ, δημοπρατη- + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δημοπράτησις θηλυκό