δεματιάσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
δεματιάσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δεματιάζω
- θα δεματιάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δεματιάζω
δεματιάσουν