Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δεματιάσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δεματιάζω
  2. θα δεματιάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δεματιάζω