Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δείλομαι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

δείλομαι

  1. πλησιάζω προς το απόγευμα
  2. λοκρικός τύπος του βούλομαι

  Πηγές επεξεργασία