Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δακρύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δακρύζω
  2. θα δακρύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δακρύζω