δαγκώσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
δαγκώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δαγκώνω
- θα δαγκώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δαγκώνω
δαγκώσουμε