Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δαγκώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δαγκώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δαγκώνω
  3. θα δαγκώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δαγκώνω