δαγερές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δαγερές < τουρκική → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδαγερές αρσενικό
- (μουσικό όργανο, παρωχημένο) ντέφι
- ※ ...Αὐτὰ λέγονται τῇ καθομιλουμένῃ διαλέκτῳ, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, τουρκιστί, Δαβούλια, Κιόσια, Τεμπελέκια, Τέφια, Δαγερέδες ... Ἐκεῖνο δὲ τὸ ὁποῖον ὀνομάζεται Δαγερές, εἶναι ὅμοιον μὲ τὸ εἰρημένον τέφι· πλὴν ὅτι τοῦτο σκέπεται μὲ τὴν κύστην τῶν βοῶν, καὶ μὲ ἄλλα παρόμοια λεπτὰ δερμάτια· ἔχει δέ τινας τροχίσκους ὀρειχαλκίνους περὶ τὰ πλάγια· οἱ ὁποῖοι, ὅταν κρούηται ὁ Δαγαρές, ἀποτελοῦσι ψόφον κωδώνων. (Χρυσάνθου, Μέγα Θεωρητικὸν τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, γ’ ἔκδοσις, μετά εἰσαγωγῆς Γεωργίου Χατζηθεοδώρου, Ἀθῆναι, Βυζαντιναί Εκδόσεις Κ. Σπανού, 1976-77, από Μαρία Βούτσα, Μεταβυζαντινές μουσικές παραστάσεις. Εικονογραφική προσέγγιση της μουσικής στη μεταβυζαντινή περίοδο, διδακτορική διατριβκή, Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ, 2013, σελ. 411 [https://ikee.lib.auth.gr/record/133654/files/GRI-2014-11700.pdf)
Μεταφράσεις
επεξεργασία δαγερές
|