δαβρί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδαβρί ουδέτερο
- (ιδιωματικό) το ραβδί
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Δάβρη (γυναικείο επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία δαβρί
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Γεώργιος Ν. Καζαβής, Νισύρου λαογραφικά (Νέα Υόρκη: D.C. Dirvy Publishers, 1940), σ. 184.