Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

γυμνώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γυμνώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γυμνώνω
  3. θα γυμνώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γυμνώνω