γριπιαστείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
γριπιαστείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γριπιάζομαι
- θα γριπιαστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γριπιάζομαι
γριπιαστείς