Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γουρουνίζω < γουρούνι + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

γουρουνίζω

  1. συμπεριφέρομαι, ή ζω, όπως το γουρούνι
  2. γρυλίζω όπως το γουρούνι

  Μεταφράσεις επεξεργασία