Ετυμολογία

επεξεργασία
γουρουνίζω < γουρούνι + -ίζω

γουρουνίζω

  1. συμπεριφέρομαι, ή ζω, όπως το γουρούνι
  2. γρυλίζω όπως το γουρούνι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία