γοητεύσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
γοητεύσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γοητεύω
- θα γοητεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γοητεύω
γοητεύσουμε