Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλωττοστροφέω < γλῶττα και στροφέω

  Ρήμα επεξεργασία

γλωττοστροφέω-γλωττοστροφῶ

  1. πλατιαγιάζω, στρέφω γρήγορα τη γλώσσα μου
  2. φλυαρώ