Ετυμολογία

επεξεργασία
γλωσσοφιλώ < γλωσσο- + φιλώ

γλωσσοφιλώ

  • φιλιέμαι με γλώσσα στο στόμα, (καταγλωττίζω[1])
  • ※  Ποιος μπορεί να ξεχάσει τη στιγμή που η Angelina Jolie γλωσσοφίλησε τον ίδιο της τον αδερφό παραλαμβάνοντας το Oscar για το ρόλο της στο 'Girl, Interrupted' το 2000 (Οι πιο «άβολες» στιγμές στην ιστορία των Όσκαρ, newsbomb.gr, 23 Φεβ 2013)
  • ※  Εάν όλα είναι ΟΚ και σε επιστρέψει σπίτι, μόλις φτάσετε τον κοιτάς γλυκά, του δίνεις ένα φιλί στο μάγουλο, του λες μια γλυκιά καληνύχτα και σε καμία των περιπτώσεων δεν αρχίζεις να τον γλωσσοφιλάς (Cosmo-θεωρίες σχετικότητας, 11 Φεβρουαρίου 2014, cosmoradio.gr)
  • ※  Ηταν και ο κλαυσίγελως, βλέπετε. Της εμμονής του σκηνοθέτη να αναδεικνύει τη συμβία του (είτε ως Οφηλία, είτε ως Τζένη των Πειρατών, είτε ως Κασσάνδρα και Πυθία εν προκειμένω) σε πρωταγωνίστρια της ημίγυμνης ψευτολαγνείας, με αποκαλυπτικά εσώρουχα, πάνω σε πανύψηλα τακούνια, να γλωσσοφιλά και τον Αγαμέμνονα (Νίκο Κουρή) και τον Ορέστη (Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη) και τον Πυλάδη (Νίκο Ψαρρά). Ολους, με τη σειρά. (Παγέτες, τακούνια και ψιλά γέλια, Τα Νέα, 11 Ιουλίου 2016)

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Άτακτα, Αλφάβητον δεύτερον, Αδαμαντίου Κοραή, εκ της τυπογραφίας Κ. Εβεράρτου, se trouve chez F. Didot, père et fils, 1832, σελ. 83

  Μεταφράσεις

επεξεργασία