γλυκοχαιρετώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγλυκοχαιρετώ
- χαιρετώ θερμά / γλυκά / τρυφερά
- Πώς είναι η Ισμήνη μας. Τί είπες, κόρη μου; Σάς γλυκοχαιρετώ τους δυο κ' ύστερα από τόση... Και σύ, Ισμήνη μου, εδώ ; (Νέα Εστία, τομ. σελ. 1164, 1936)
- στο πλευρό σου περπατώ, στέκομαι στο περιβόλι και σε γλυκοχαιρετώ (τραγούδι Ανοιξιάτικη Βροχούλα, Βαγγέλης Γερμανός)
- Στήθηκα - κατά κυριολεξία - αγέλαστος, αμήχανος, βαριά μετανιωμένος γιατί έπρεπε να γλυκοχαιρετώ, να ασπάζομαι, να λέω ευγένειες (Στο φίλο Σήφη, Χάρης Σαπουντζάκης, Λυχνάρι, τριμηνιαία έκδοση λόγου και τέχνης του Ιωνικού Συνδέσμου, Σεπτέμβριος 2006, τεύχος 24, σελ. 18)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλυκοχαιρετάω - γλυκοχαιρετώ | γλυκοχαιρετούσα | θα γλυκοχαιρετάω - γλυκοχαιρετώ | να γλυκοχαιρετάω - γλυκοχαιρετώ | γλυκοχαιρετώντας | |
β' ενικ. | γλυκοχαιρετάς | γλυκοχαιρετούσες | θα γλυκοχαιρετάς | να γλυκοχαιρετάς | γλυκοχαιρέτα - γλυκοχαιρέταγε | |
γ' ενικ. | γλυκοχαιρετάει - γλυκοχαιρετά | γλυκοχαιρετούσε | θα γλυκοχαιρετάει - γλυκοχαιρετά | να γλυκοχαιρετάει - γλυκοχαιρετά | ||
α' πληθ. | γλυκοχαιρετάμε - γλυκοχαιρετούμε | γλυκοχαιρετούσαμε | θα γλυκοχαιρετάμε - γλυκοχαιρετούμε | να γλυκοχαιρετάμε - γλυκοχαιρετούμε | ||
β' πληθ. | γλυκοχαιρετάτε | γλυκοχαιρετούσατε | θα γλυκοχαιρετάτε | να γλυκοχαιρετάτε | γλυκοχαιρετάτε | |
γ' πληθ. | γλυκοχαιρετάν(ε) - γλυκοχαιρετούν(ε) | γλυκοχαιρετούσαν(ε) | θα γλυκοχαιρετάν(ε) - γλυκοχαιρετούν(ε) | να γλυκοχαιρετάν(ε) - γλυκοχαιρετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλυκοχαιρέτησα | θα γλυκοχαιρετήσω | να γλυκοχαιρετήσω | γλυκοχαιρετήσει | ||
β' ενικ. | γλυκοχαιρέτησες | θα γλυκοχαιρετήσεις | να γλυκοχαιρετήσεις | γλυκοχαιρέτα - γλυκοχαιρέτησε | ||
γ' ενικ. | γλυκοχαιρέτησε | θα γλυκοχαιρετήσει | να γλυκοχαιρετήσει | |||
α' πληθ. | γλυκοχαιρετήσαμε | θα γλυκοχαιρετήσουμε | να γλυκοχαιρετήσουμε | |||
β' πληθ. | γλυκοχαιρετήσατε | θα γλυκοχαιρετήσετε | να γλυκοχαιρετήσετε | γλυκοχαιρετήστε | ||
γ' πληθ. | γλυκοχαιρέτησαν γλυκοχαιρετήσαν(ε) |
θα γλυκοχαιρετήσουν(ε) | να γλυκοχαιρετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γλυκοχαιρετήσει | είχα γλυκοχαιρετήσει | θα έχω γλυκοχαιρετήσει | να έχω γλυκοχαιρετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις γλυκοχαιρετήσει | είχες γλυκοχαιρετήσει | θα έχεις γλυκοχαιρετήσει | να έχεις γλυκοχαιρετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει γλυκοχαιρετήσει | είχε γλυκοχαιρετήσει | θα έχει γλυκοχαιρετήσει | να έχει γλυκοχαιρετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γλυκοχαιρετήσει | είχαμε γλυκοχαιρετήσει | θα έχουμε γλυκοχαιρετήσει | να έχουμε γλυκοχαιρετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε γλυκοχαιρετήσει | είχατε γλυκοχαιρετήσει | θα έχετε γλυκοχαιρετήσει | να έχετε γλυκοχαιρετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γλυκοχαιρετήσει | είχαν γλυκοχαιρετήσει | θα έχουν γλυκοχαιρετήσει | να έχουν γλυκοχαιρετήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλυκοχαιρετώ
|