γλυκοφέγγει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
γλυκοφέγγει
- (απρόσωπο ρήμα) γλυκοχαράζει, ξημερώνει, μόλις αρχίζει να φέγγει ο ήλιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γλυκοφέγγει
|