γλυκοκουβεντιάσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαγλυκοκουβεντιάσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γλυκοκουβεντιάζω
- θα γλυκοκουβεντιάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γλυκοκουβεντιάζω