γλαμυρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαγλαμυρός < γλήμη
Επίθετο
επεξεργασίαγλαμυρός, -ά, -όν
- ο τσιμπλιάρης
- αυτός που βλέπει θολά, δεν βλέπει καλά από κάποια πάθηση, ίσως και ο κοντόφθαλμος, ο μύωπας
- ἐν τυφλῶν πόλει γλαμυρός βασιλεύει (στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος είναι η αντιστοιχη παροιμία της νεοελληνικής)
Συγγενικά
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασία- γλάμων, -ων, ον