γκόγκες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκόγκες < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκόγκες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γκόγκες
|
γκόγκες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
|