Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γιομώσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γιομόζω
  2. θα γιομώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γιομόζω