γιομώσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
γιομώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γιομόζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γιομόζω
- θα γιομώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γιομόζω