Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γιομώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γιομόζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γιομόζω
  3. θα γιομώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γιομόζω