γιέσμαν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γιέσμαν < yesman
Ουσιαστικό επεξεργασία
γιέσμαν αρσενικό άκλιτο
- εκείνος που δεν λέει ποτέ όχι σε ό,τι του ζητούν άλλοι (είτε προϊστάμενοι / εργοδότες ή φίλοι)
Μεταφράσεις επεξεργασία
γιέσμαν
|